- ορθοβορικός
- -ή, -όφρ. «ορθοβορικό οξύ»χημ. το κανονικό βορικό οξύ, που είναι λευκό κρυσταλλικό στερεό και απαντά σε ορισμένα ορυκτά καθώς και σε μεταλλικά νερά ηφαιστειακής προέλευσης ή σε νερά θερμών πηγών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.